εναρκώ

εναρκώ
ἐναρκῶ (-έω) (Α)
1. αρκώ, επαρκώ
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐναρκεῑ
ἐνδέχεται».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αρκώ — (AM ἀρκῶ έω) 1. επαρκώ, είμαι αρκετός, ικανοποιώ 2. αρκούμαι μου είναι αρκετό κάτι, μου φθάνει, το βρίσκω ικανοποιητικό 3. τα αρκούντα αρκετή ποσότητα αρχ. 1. αποκρούω, αποσοβώ 2. προστατεύω, υπερασπίζω 3. βοηθώ 4. κατορθώνω, πραγματοποιώ.… …   Dictionary of Greek

  • εκναρκώ — (I) ἐναρκῶ ( άω) (Α) αποναρκώνομαι. (II) ἐκναρκῶ ( όω) (Μ) ναρκώνω εντελώς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”